- κενοδοξοῦντες
- κενοδοξέωhold a vain opinionpres part act masc nom/voc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κενοδοξώ — (Α κενοδοξῶ, έω) [κενόδοξος] νεοελλ. μσν. 1. είμαι ματαιόδοξος, ματαιοδοξώ 2. επαίρομαι, μεγαλαυχώ μσν. περιφρονώ αρχ. έχω μάταιη πεποίθηση («περὶ δὲ τὰς ἀνωφελεῑς εὑρησιλογίας κενοδοξοῡντες», Πολ.) … Dictionary of Greek